- ἁλιτέρμων
- ἁλῐ-τέρμων, ον, gen. ονος,A bounded by sea, AP9.672.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλιτέρμων — ἁλιτέρμων ( ονος), ον (Μ) αυτός που συνορεύει με τη θάλασσα, που τελειώνει στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + τέρμων < τέρμα ή τέρμων «τέλος, όριο»] … Dictionary of Greek
ἁλιτέρμονα — ἁλιτέρμων bounded by sea neut nom/voc/acc pl ἁλιτέρμων bounded by sea masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)